ενδοθήλιο

ενδοθήλιο
το
υμένας που αποτελείται από πεπλατυσμένα κύτταρα και επενδύει το έσω τοίχωμα τών αγγείων και τους ορογόνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδοθηλιακός ιστός ή ενδοθήλιο — Μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αγγείων, του αίματος και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πλακώδη και τοποθετημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εφαρμόζουν όπως …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • ενδοθηλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενδοθήλιο («ενδοθηλιακά κύτταρα») …   Dictionary of Greek

  • λεμφαγγείωμα — το ιατρ. όγκος αποτελούμενος από αγγειακές κοιλότητες που περιβάλλονται από ενδοθήλιο και περιέχουν λέμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphangioma < νεολατ. lymphangion < lymph (πρβλ. λεμφ[ο] ) + ἀγγεῖον] …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθήλιο — Μεμονωμένη στιβάδα μεγάλων πλατυσμένων κυττάρων, που επενδύει το περιτόναιο, τον υπεξωκότα και το περικάρδιο. * * * το ανατ. το ενδοθήλιο τού ορογόνου υμένα τών μεγάλων σπλαγχνικών κοιλοτήτων που παράγεται από το εμβρυϊκό μεσόδερμα …   Dictionary of Greek

  • μεσόδερμα — Το μεσαίο βλαστικό δέρμα, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στο εξώδερμα και στο εσώδερμα, και το οποίο σχηματίζεται στο στάδιο του γαστριδίου της εμβρυϊκής ανάπτυξης των τριπλοβλαστικών οργανισμών. Από το μ. σχηματίζονται οι συνδετικοί ιστοί, τα… …   Dictionary of Greek

  • αιμοπρωτεύς — (haemoproteus). Αντιπροσωπευτικός τύπος της οικογένειας των αιμοπρωτεϊδών. Η ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός του γίνεται είτε με σπορογονία μέσα στο σώμα ξενιστών (διάφορα είδη κουνουπιών, που απομυζούν αίμα) είτε με σχιζογονία στο ενδοθήλιο των… …   Dictionary of Greek

  • τριχοειδή αγγεία — Εξαιρετικά λεπτοί σωληνίσκοι που αποτελούν, σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις, τους φορείς σύνδεσης των αρτηριακών και των φλεβικών αγγείων. Στη σύγχρονη ορολογία, αντίθετα το τ.α. είναι μια λειτουργική οργανική ενότητα η οποία αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”